μονολόγιστος

μονολόγιστος
μονολόγιστος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει έναν μόνο συλλογισμό, αυτός που αποβλέπει σε ένα πράγμα και σκέπτεται μόνο αυτό
αρχ.
αυτός που εκφράζεται με έναν συλλογισμό.
επίρρ...
μονολογίστως (ΑΜ)
μσν.
με απλότητα στην έκφραση
αρχ.
με έναν μόνο συλλογισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -λόγιστος < λογίζομαι), πρβλ. δυσ-λόγιστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”